Edikt
Neutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(e)s; -e>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- έδικτοNeutrum, sächlich | ουδέτερο nEdikt besonders | ιδίως, ιδιαίτεραbesonders Geschichte | ιστορίαHISTEdikt besonders | ιδίως, ιδιαίτεραbesonders Geschichte | ιστορίαHIST