Edelstahl
Maskulinum, männlich | αρσενικό mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ανοξίδωτος χάλυβαςMaskulinum, männlich | αρσενικό mEdelstahlανοξίδωτο ατσάλιNeutrum, sächlich | ουδέτερο nEdelstahlEdelstahl