„durchwaten“: intransitives Verb durchwatenintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i <Hilfsverb sein | βοηθητικό ρήμα seins.> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) διασχίζω το ποτάμι με τα πόδια examples durch den Fluss durchwaten διασχίζω το ποτάμι με τα πόδια durch den Fluss durchwaten