„Dürre“: Femininum, weiblich DürreFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αναβροχιά, ανομβρία, ξηρασία αναβροχιάFemininum, weiblich | θηλυκό f Dürre ανομβρίαFemininum, weiblich | θηλυκό f Dürre ξηρασίαFemininum, weiblich | θηλυκό f Dürre Dürre