„drückend“: Adjektiv drückendAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αποπνικτικός, πνιγηρός αποπνικτικός, πνιγηρός drückend Wetter drückend Wetter examples es ist drückend heiß κάνει αποπνικτική ζέστη es ist drückend heiß