„Drogerie“: Femininum, weiblich DrogerieFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κατάστημα καλλυντικών κατάστημαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n καλλυντικών Drogerie Drogerie