Drill
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; -e>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- τρόχισμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nDrill Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigεκπόνησηDrill Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigDrill Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig