„Drahtgitter“: Neutrum, sächlich DrahtgitterNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) συρμάτινο πλέγμα συρμάτινο πλέγμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Drahtgitter Drahtgitter