„Discountladen“: Maskulinum, männlich DiscountladenMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εκπτωτικό κατάστημα εκπτωτικό κατάστημαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Discountladen Discountladen