„Direktvertrieb“: Maskulinum, männlich DirektvertriebMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) απευθείας εμπορική προώθηση απευθείας εμπορική προώθησηFemininum, weiblich | θηλυκό f Direktvertrieb Direktvertrieb