„Dienstalter“: Neutrum, sächlich DienstalterNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αρχαιότητα στο επάγγελμα αρχαιότηταFemininum, weiblich | θηλυκό f στο επάγγελμα Dienstalter Büro Dienstalter Büro