„Despot“: Maskulinum, männlich DespotMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-en; -en> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) δεσπότης, τύραννος δεσπότηςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Despot Despot τύραννοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Despot in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Despot in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig