„derjenige“: Demonstrativpronomen | Maskulinum, männlich derjenigeDemonstrativpronomen | δεικτική αντωνυμία dem prMaskulinum, männlich | αρσενικό m <Nominativ | ονομαστικήnomSingular | ενικός sg> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αυτός, εκείνος, όποιος αυτός, εκείνος, όποιος derjenige derjenige examples derjenige, der αυτός που, εκείνος που derjenige, der