„debil“: Adjektiv debilAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) διανοητικά καθυστερημένος διανοητικά καθυστερημένος debil Medizin | ιατρικήMED debil Medizin | ιατρικήMED