„dazugehörig“: Adjektiv dazugehörigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αντίστοιχος, συστατικός, ακόλουθος αντίστοιχος, συστατικός, ακόλουθος dazugehörig dazugehörig