„Darmgrippe“: Femininum, weiblich DarmgrippeFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εντερική λοίμωξη εντερική λοίμωξηFemininum, weiblich | θηλυκό f Darmgrippe Darmgrippe