„Dampfwalze“: Femininum, weiblich DampfwalzeFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ατμοκίνητος οδοστρωτήρας ατμοκίνητος οδοστρωτήραςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Dampfwalze Dampfwalze