„Corner“: Maskulinum, männlich CornerMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-; -s> österreichische Variante | αυστριακή παραλλαγή (εκ-δοχή)österr Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κόρνερ κόρνερNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Corner Sport | αθλητισμόςSPORT Corner Sport | αθλητισμόςSPORT