„Coladose“: Femininum, weiblich ColadoseFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κουτάκι αναψυκτικού τύπου κόλα κουτάκιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n αναψυκτικού τύπου κόλα Coladose Coladose