„Catering“: Neutrum, sächlich CateringNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(s)> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) υπηρεσία προμήθειας εδεσμάτων υπηρεσίαFemininum, weiblich | θηλυκό f προμήθειας εδεσμάτων Catering Catering