„Carport“: Maskulinum, männlich CarportMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -s> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) στέγαστρο αυτοκινήτου στέγαστροNeutrum, sächlich | ουδέτερο n αυτοκινήτου Carport Carport