„Buntwäsche“: Femininum, weiblich BuntwäscheFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) χρωματιστά ρούχα χρωματιστά ρούχαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl Buntwäsche Buntwäsche