„Bundweite“: Femininum, weiblich BundweiteFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) διαστάσεις μέσης διαστάσειςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fpl μέσης Bundweite Bundweite