„Bulle“: Maskulinum, männlich BulleMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-n; -n> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ταύρος, μπάτσος ταύροςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Bulle Zoologie | ζωολογίαZOOL Bulle Zoologie | ζωολογίαZOOL μπάτσοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Bulle Polizist pejorativ, abwertend | μειωτικός όροςpej Bulle Polizist pejorativ, abwertend | μειωτικός όροςpej