„Bürokauffrau“: Femininum, weiblich BürokauffrauFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) διοικητική υπάλληλος γραφείου διοικητική υπάλληλοςFemininum, weiblich | θηλυκό f γραφείου Bürokauffrau Bürokauffrau