„büffeln“: intransitives Verb büffelnintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i umgangssprachlich | οικείοumg Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ξεσχίζομαι στο διάβασμα ξεσχίζομαι στο διάβασμα büffeln büffeln