„Brustflosse“: Femininum, weiblich BrustflosseFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) στηθικό πτερύγιο στηθικό πτερύγιοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Brustflosse Brustflosse