„Bremsstrecke“: Femininum, weiblich BremsstreckeFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) απόσταση φρεναρίσματος απόστασηFemininum, weiblich | θηλυκό f φρεναρίσματος Bremsstrecke Bremsstrecke