„Bohrloch“: Neutrum, sächlich BohrlochNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) οπή γεώτρησης, οπή πετρελαιοπηγής οπήFemininum, weiblich | θηλυκό f γεώτρησης Bohrloch Bohrloch οπήFemininum, weiblich | θηλυκό f πετρελαιοπηγής Bohrloch Ölbohrlochauch | και, επίσης a. Bohrloch Ölbohrlochauch | και, επίσης a.