„Bodenheizung“: Femininum, weiblich BodenheizungFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) επιδαπέδια θέρμανση επιδαπέδια θέρμανσηFemininum, weiblich | θηλυκό f Bodenheizung Bodenheizung