„Bodenbeschaffenheit“: Femininum, weiblich BodenbeschaffenheitFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) χαρακτηριστικά εδάφους χαρακτηριστικάNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl εδάφους Bodenbeschaffenheit Bodenbeschaffenheit