„Bienengift“: Neutrum, sächlich BienengiftNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) δηλητήριο της μέλισσας δηλητήριοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n της μέλισσας Bienengift Bienengift