„Beutestück“: Neutrum, sächlich BeutestückNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αντικείμενο λεηλασίας αντικείμενοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n λεηλασίας Beutestück Beutestück