„beurkunden“: transitives Verb beurkundentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) επικυρώνω, επιβεβαιώνω δι’ εγγράφου επικυρώνω, επιβεβαιώνω δι’ εγγράφου beurkunden beurkunden