„Beugehaft“: Femininum, weiblich BeugehaftFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) καταναγκαστική κράτηση καταναγκαστική κράτησηFemininum, weiblich | θηλυκό f Beugehaft Beugehaft