„Bettnässen“: Neutrum, sächlich BettnässenNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) νυχτερινή ενούρηση νυχτερινή ενούρησηFemininum, weiblich | θηλυκό f Bettnässen Bettnässen