„Bettgestell“: Neutrum, sächlich BettgestellNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σκελετός του κρεβατιού σκελετόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m του κρεβατιού Bettgestell Bettgestell