„Betonburg“: Femininum, weiblich BetonburgFemininum, weiblich | θηλυκό f pejorativ, abwertend | μειωτικός όροςpej Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σωρός από τσιμέντο σωρόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m από τσιμέντο Betonburg Betonburg