„Bestzeit“: Femininum, weiblich BestzeitFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) καλύτερος χρόνος καλύτερος χρόνοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Bestzeit besonders | ιδίως, ιδιαίτεραbesonders Sport | αθλητισμόςSPORT Bestzeit besonders | ιδίως, ιδιαίτεραbesonders Sport | αθλητισμόςSPORT