„beschwipst“: Adjektiv beschwipstAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj umgangssprachlich | οικείοumg Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) φτειαγμένος, στο κέφι φτειαγμένος, στο κέφι beschwipst beschwipst