„beschädigt“: Adjektiv beschädigtAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) φθαρμένος, που έχει υποστεί βλάβη φθαρμένος beschädigt beschädigt που έχει υποστεί βλάβη beschädigt Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT Datei, Festplattensektor beschädigt Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT Datei, Festplattensektor