„Besatzer“: Plural BesatzerPlural | πληθυντικός pl umgangssprachlich | οικείοumg pejorativ, abwertend | μειωτικός όροςpej Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κατοχικές δυνάμεις κατοχικές δυνάμειςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fpl Besatzer Besatzer