Beisel
Neutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s; -n> österreichische Variante | αυστριακή παραλλαγή (εκ-δοχή)österr Süddeutsch | νοτιογερμανική παραλλαγήsüdd umgangssprachlich | οικείοumgOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- μπυραρίαFemininum, weiblich | θηλυκό fBeiselBeisel