„Beinschützer“: Maskulinum, männlich BeinschützerMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) προστατευτικό κνήμης προστατευτικόNeutrum, sächlich | ουδέτερο n κνήμης Beinschützer Sport | αθλητισμόςSPORT Beinschützer Sport | αθλητισμόςSPORT