Beilegung
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- εξομάλυνσηFemininum, weiblich | θηλυκό fBeilegung StreitBeilegung Streit
- διευθέτησηFemininum, weiblich | θηλυκό fBeilegung Rechtswesen | νομικός όροςJURBeilegung Rechtswesen | νομικός όροςJUR