Beifall
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- χειροκρότημαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nBeifallBeifall
- επιδοκιμασίαFemininum, weiblich | θηλυκό fBeifall in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigBeifall in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig
examples