„Behelf“: Maskulinum, männlich BehelfMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; -e> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) πρόχειρη λύση, λύση ανάγκης, προσωρινή βοήθεια πρόχειρη λύσηFemininum, weiblich | θηλυκό f Behelf λύσηFemininum, weiblich | θηλυκό f ανάγκης, προσωρινή βοήθειαFemininum, weiblich | θηλυκό f Behelf Behelf