„Bauwesen“: Neutrum, sächlich BauwesenNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) οικοδομική, οικοδομικός τομέας οικοδομικήFemininum, weiblich | θηλυκό f Bauwesen οικοδομικός τομέας Bauwesen Bauwesen