Ballführung
Femininum, weiblich | θηλυκό fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- έλεγχοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m της μπάλαςBallführung Sport | αθλητισμόςSPORTBallführung Sport | αθλητισμόςSPORT