Bake
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- εξοπλισμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m καθοδήγησης της κυκλοφορίαςBakeBake
- Bake Nautik, Schifffahrt | ναυτικός όροςSCHIFF
- φάροςMaskulinum, männlich | αρσενικό m αεροδρομίουBake Luftfahrt | αεροπορίαFLUGBake Luftfahrt | αεροπορίαFLUG